- ἀσυλίᾳ
- ἀσυλίαι , ἀσυλίαinviolabilityfem nom/voc plἀσυλίᾱͅ , ἀσυλίαinviolabilityfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσυλία — ἀσυλίᾱ , ἀσυλία inviolability fem nom/voc/acc dual ἀσυλίᾱ , ἀσυλία inviolability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… … Dictionary of Greek
ασυλία — η το απαραβίαστο, το απρόσβλητο τόπου ή προσώπου: Δεν προφυλακίστηκε, γιατί προστατεύεται από τη βουλευτική ασυλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυλίας — ἀσυλίᾱς , ἀσυλία inviolability fem acc pl ἀσυλίᾱς , ἀσυλία inviolability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλίαν — ἀσυλίᾱν , ἀσυλία inviolability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Неприкосновенность — • Άσυλία, называлось дарованное государством иностранцам ручательство в безопасности их личности и имущества от посягательств всякого рода … Реальный словарь классических древностей
ἀσυλίης — ἀσυλία inviolability fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Asyl — Unter der Bezeichnung Asyl (lat. asylum aus griech. ἄσυλον zu ἄσυλος unberaubt; sicher = ἀ privativum + σῦλον Raub ) versteht man einen Zufluchtsort, eine Unterkunft, ein Obdach und eine Freistatt bzw. Freistätte; den Schutz vor Gefahr und… … Deutsch Wikipedia
Asylie — (griechisch ἀσυλία, abgeleitet von dem griechischen Wort ἄσυλος „unverletzlich“, „unverletzt“) bezeichnete in der griechischen Antike ein Privileg, das eine Polis, ein Heiligtum, einzelne Personen oder Personenverbände erwerben konnte und… … Deutsch Wikipedia
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek